- εναντιωτικός
- ἐναντιωτικός, -ή, -όν (Α)αυτός που εναντιώνεται, που αντιτίθεται σε κάτι, αντίθετος.επίρρ...ἐναντιωτικῶςμε τρόπο εναντιωτικό, αντίθετο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναντιωτικόν — ἐναντιωτικός opposing masc acc sg ἐναντιωτικός opposing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωτικοί — ἐναντιωτικός opposing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωτικῶς — ἐναντιωτικός opposing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)